πιστεύσει

πιστεύσει
πίστευσις
confiding
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πιστεύσεϊ , πίστευσις
confiding
fem dat sg (epic)
πίστευσις
confiding
fem dat sg (attic ionic)
πιστεύω
trust
aor subj act 3rd sg (epic)
πιστεύω
trust
fut ind mid 2nd sg
πιστεύω
trust
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”